-
1 точка
I. 1. (мат., мех., физ.) το σημείο- αναφοράςкардинальная - опт. κύριο -- ζέσηςкритическая - κρίσιμο -, οριακό -- привязки (геод.топ.) - αναφοράς, σταθερό -счислимая (нвг.) - το αναμετρηθέν στίγμαузловая мат. - κόμβου2.(знак препинания) η τελεία 3. (графический знак) η κουκίδα. II. (затачивание) см. точение.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > точка
-
2 пересечение
η διασταύρωσ/ηточка - я σημείο της - ης Ц - дорог - των δρόμων/οδώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пересечение
-
3 плавление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавление
-
4 равноденствие
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > равноденствие
-
5 опорный
επ.ερειαματικός, της στήριξης, του στηρίγματος•-ая точка σημείο στήριξης•
-ая база η κύρια βάση•
опорный пункт α) το κύριο (βασικό) σημείο, β) στρατ. σημείο στηρίγματος.
-
6 отправной
επ.της αποστολής•отправной пункт груза σημείο (κέντρο) αποστολής φορτίου.
|| αρχικός, που έχει σαν αφετηρία•-ая мысль σκέψη που έχει σαν αφετηρία•
-ая точка σημείο εκκίνησης, αφετηρία.
-
7 шкентель
мор. το συρματόσκοιν/οгрузовой - φορτίου, ο επάρτηςгрузовой одиночный - φορτίου, μονό- оттяжки ο πρόδρομος, η ολκόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шкентель
-
8 керн
1. горн. (образец горной породы) το δείγμα (ορυκτού) 2. (мет.-об.) (точка, получаемая при разметке заготовки кернером) το σημείο, η κέρνα (ξεν.) 3. (измерительного прибора) о αξονίσκος της έδρασης (του εργαλείου μέτρησης) 4. эл. о πυρήναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > керн
-
9 упор
1. (подпорка) το στήριγμα, το έρεισμαносовой - мор. πρωραίο/πλωριό -2. (то, что ограничивает перемещение чего-л.) о αναστολέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > упор
-
10 мёртвый
επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы1. νεκρός, πεθαμένος•-ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•
приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.
2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•мёртвый вид νεκρική όψη•
-ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•
на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•
мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•
-ые знания νεκρές γνώσεις•
-ые краски εξίτηλα χρώματα.
3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.εκφρ.- ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•- ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•- ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.4. (αερπ.) το λούπιγκ•- ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•- ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•- ая природа – νεκρή φύση•- ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά. -
11 упорный
упорный 1επ.στηρικτικός, της στήριξης, του στηρίγματος•-ая точка σημείο στήριξης.
упорный 2επ.1. επίμονος, έμμονος•упорный человек επίμονος άνθρωπος•
-ые поиски επίμονες αναζητήσεις.
|| σταθερός, ακλόνητος, άκαμπτος, ακράδαντος. || πείσμονας, ισχυρογνώμονάς.2. διαρκής, συνεχής, μόνιμος.3. πεισματώδης, πεισματικός. -ые бои πεισματώδεις μάχες. || σκληρός, γερός•упорный металл σκληρό μέταλλο.
Перевод: с русского на греческий
с греческого на русский- С греческого на:
- Русский
- С русского на:
- Все языки
- Английский
- Греческий